Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
απλαισίωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει πλαίσιο, χωρίς κορνίζα 2. αυτός που δεν περιτριγυρίζεται από φίλους ή οπαδούς … Dictionary of Greek